- εὐκόλλητος
- εὐκόλλ-ητος, ον,A well soldered, POxy.1449.24 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκόλλητος — εὐκόλλητος, ον (Α) πάπ. αυτός που συγκολλάται καλά, ο ευκολοκόλλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κολλητός (< κολλώ)] … Dictionary of Greek